- απαλάμιστος
- -η, -οαυτός που δεν αλείφτηκε με πίσσα: Το καΐκι ήταν απαλάμιστο κι έπρεπε να παλαμιστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαλάμιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει παλαμιστεί, επιχριστεί με πίσσα («ἀπαλάμιστο καΐκι») 2. εκείνος που δεν έχει επιχριστεί με σοβά, αμμοκονίαμα («ἀπαλάμιστος τοῑχος») … Dictionary of Greek